Το σπίτι δεν τη χωρούσε… Ένιωθε να πνίγεται, έπρεπε να κάνει κάτι… Ήθελε απλά να μείνει λίγο μόνη της, μόνη με τις σκέψεις της, άντε και καμιά μουσική για συντροφιά…
Μπήκε βιαστικά και έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε, έφτιαξε γρήγορα τα μαλλιά της, βάφτηκε και λίγο, άρπαξε τη τσάντα της και το ζεστό μπουφάν και βγήκε… «Πάω μια βόλτα» αναφώνησε και αμέσως έκλεισε την πόρτα πίσω της… Δεν ήθελε να ακούσει καμιά απάντηση, κανένα σχόλιο… Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανένα, ούτε να ακούσει κανένα… Ήθελε απλά να ακούσει λίγο τις σκέψεις της, άντε και καμιά μουσική για συντροφιά…
Με το που έκλεισε η πόρτα της πολυκατοικίας πίσω της, ένιωσε ανακούφιση, συνέχισε να περπατάει γρήγορα μέσα στο κρύο, να παίρνει βαθιές αναπνοές αφήνοντας την παγωνιά να της καθαρίζει τα πνευμόνια… Σε κάθε εκπνοή ένιωθε κάθε φορά να φεύγει λίγο λίγο αυτό το απροσδιόριστο ‘βάρος’ που την πλάκωνε…
Όταν έφτασε στις αρχές της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένιωθε πλέον ανάλαφρη… Δεν άκουε όμως τίποτα ακόμη, καμία συγκεκριμένη σκέψη, μόνο τη μουσική…
Η ώρα ήταν 9.30 το βράδυ, μιας καθημερινής ημέρας… Στο πεζόδρομο δεν είχε πολύ κόσμο, λιγοστοί που έκαναν το βραδινό τους περίπατο και κάποιοι που έβγαζαν τα σκυλιά τους βόλτα… Άντε και κάποια νεαρά ερωτευμένα ζευγαράκια… Δεν έβλεπε κανένα όμως, δεν άκουε τίποτα… Θαρρούσε πως ήταν τελείως μόνη της, γύρω της χαμηλωμένα φώτα, μπρος και πίσω το σκοτάδι…
Συνέχισε να βαδίζει με γρήγορο ρυθμό… Στιγμιαία αναρωτήθηκε γιατί να βιάζεται, γιατί να περπατάει τόσο γρήγορα, ας χαλαρώσει λίγο… Και το έκανε, συνέχισε να περπατάει λίγο πιο αργά (αλλά και πάλι σχετικά γρήγορα)… Άρχισε σιγά σιγά να διακρίνει πίσω από τη μουσική τον ήχο του βαδίσματος της, το ρυθμό που αντιλαλούσαν οι σόλες των παπουτσιών της επάνω στο πλακόστρωτο… Νταπ – ντουπ – νταπ – ντουπ – νταπ – ντουπ… Δεν άκουε όμως καμία σκέψη ακόμα… Τουλάχιστον τίποτα συγκεκριμένο…
Αποφάσισε να ανασηκώσει το βλέμμα της που τόση ώρα ήταν καρφωμένο χαμηλά… Άρχισε πλέον να κοιτάζει μπροστά χωρίς να μειώσει το ρυθμό του βαδίσματος της… Μετά από λίγο άκουσε και την αναπνοή της… Εισπνοή – εκπνοή – εισπνοή – εκπνοή – εισπνοή – εκπνοή και νταπ – ντουπ – νταπ – ντουπ… Δεν άκουε όμως καμία σκέψη ακόμα… Τουλάχιστον τίποτα συγκεκριμένο…
Έφτασε στη στροφή που ξεκινά η Αποστόλου Παύλου και συνέχισε με σταθερό το ρυθμό της να κατηφορίζει προς Θησείο… Τόση ώρα στα δεξιά της η Ακρόπολη αλλά ούτε που τη συγκινούσε… Της έριξε δυο-τρεις κλεφτές ματιές (άλλωστε πάντα της άρεσε ο βραδινός της φωτισμός) αλλά τίποτα περισσότερο… Το σκοτάδι ήταν για αυτήν το σκηνικό της, και ας άρχισαν τα φώτα και ο κόσμος στη διαδρομή της να πληθαίνουν… Και να ακούει την αναπνοή της, τα παπούτσια και τη μουσική, συντονισμένα μεταξύ τους αρμονικά, μια δική της ορχήστρα… Δεν άκουε όμως καμία σκέψη ακόμα… Ούτε καν διάσπαρτες ασυναρτησίες… Άκουε μόνο τη δική της ορχήστρα…
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στην Αδριανού και το κορμί της φαινόταν να την κατευθύνει στην πλατεία στο Μοναστηράκι… Ένιωθε να μην ελέγχει το σώμα της – συμμετείχε και αυτό στην ιδιότυπη συναυλία της δικής της ορχήστρας… Δεν ήταν εκεί, δεν ήταν πουθενά… Η ‘συναυλία’ την είχε ρουφήξει για τα καλά, αυτή ήταν η μόνη σκέψη… Ένιωθε το μυαλό της αδειανό, δε σκεφτόταν απολύτως τίποτα… Περπατούσε, ανάπνεε, κοίταζε μπροστά αλλά πουθενά συγκεκριμένα και απλά άκουε τους ολοδικούς της ήχους…
Πλέον δεν ήθελε να ακούσει καμία σκέψη της… Αυτό που άκουε της ήταν αρκετό… Ένιωθε καλύτερα, ένιωθε ανάλαφρη, ένιωθε σαν κάτι να άλλαξε μέσα της – τώρα τι ήταν αυτό δεν ήξερε, αλλά ήταν σίγουρη πως στις επόμενες μέρες δεν θα ήταν ο ίδιος άνθρωπος… Η υποσυνείδητη επιθυμία να κάνει κάτι απλό μόνο για τον εαυτό της, την οδήγησε έξω από το αγαπημένο της sushi bar κάπου εκεί στα στενοσόκακα του Ψυρρή…
Με το που μπήκε στο εστιατόριο, η συναυλία διακόπηκε απότομα, αλλά δεν την ενόχλησε… Κάθισε μόνη της σε ένα τραπεζάκι, γύρισε επάνω στη γκαρσόνα και χαμογέλασε πλατιά και αληθινά – κάτι που είχε μέρες να κάνει… Επανήλθε στην πραγματικότητα, αλλά πιο ήρεμη… Κοίταξε γύρω της τον κόσμο, παράγγειλε κάτι να φάει και ένα ποτήρι λευκό κρασί, έβγαλε τα τσιγάρα στο τραπέζι, τοποθέτησε και το κινητό της στο τραπέζι που το είχε τόση ώρα στο αθόρυβο και καλά χωνιασμένο στη τσάντα της…
Ένιωθε πολύ καλύτερα, εκεί ανάμεσα σε αγνώστους μόνη της να τρώει κάτι που τόσο πολύ είχε επιθυμήσει… Ξαφνικά χτύπησε και το κινητό της:
- ‘Ελα, πού είσαι;
- Στο Godzilla και τρώω
- Με ποιους είσαι;
- Μόνη μου…
- Μόνη σου;!;!;!;!
- Ναι, μόνη μου
- Μα τι έπαθες, τι έχεις, είσαι καλά;;;
- Ναι ρε συ, μια χαρά είμαι!
- Έρχομαι από εκεί, είσαι κρίμα να κάθεσαι μόνη σου!
Και έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να του πει ότι είναι μια χαρά και πως ίσα-ίσα λίγος χρόνος μόνη της είναι κάτι που το απολαμβάνει… Δεν πειράζει όμως σκέφτηκε μετά, ας ερχόταν, ήταν πια σε πολύ καλή και ήρεμη διάθεση… Μπορούσε να ακούσει τα πάντα…
Στη λίγη ώρα που της απέμεινε με τον εαυτό της έκανε μια γρήγορη ανασκόπηση στο μυαλό της για την τελευταία ώρα… Δεν έκανε κάτι το συγκλονιστικό – απλά βγήκε μια βόλτα… Και επανέλαβε μια συνηθισμένη διαδρομή για την ίδια – αλλά και τόσο διαφορετική…
Έβγαλε το τετραδιάκι της από την τσάντα και άρχισε να γράφει:
«Το σπίτι δεν τη χωρούσε… Ένιωθε να πνίγεται, έπρεπε να κάνει κάτι… Ήθελε απλά να μείνει λίγο μόνη της, μόνη με τις σκέψεις της, άντε και καμιά μουσική για συντροφιά…»